- τοξοχίτων
- τοξο-χίτων [pron. full] [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,A equipped with bow and arrows, Epich. 123 (dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοξοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α οπλισμένος με τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων] … Dictionary of Greek
τοξοχίτωνες — τοξοχίτων equipped with bow and arrows masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek